λεώβατος

λεώβατος
λεώβατος (Α)
(κατά τον Ησύχ.)
1. λεωφόρος, οδός
2. «ἰχθὒς σελαχώδης».
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. 1.< λεω- (βλ. λαο-) + -βατος (< βαίνω), πρβλ. ηλιό-βατος
με τη σημ. 2 η λ. είναι πιθ. άλλος τ. τού λειόβατος, είδος ιχθύος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λειόβατος — λειόβατος, ὁ (Α) 1. το ψάρι βατίς, το σελάχι, αλλ. βάτος 2. το ψάρι ρίνα 3. (κατά το λεξ. Σούδα) (ως άλλος τ. τού λεώβατος, βατός από τον λαό) ο ομαλός τόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + βατος (< βαίνω), πρβλ. ηλιό βατος, χαλκό βατος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”